ΛΕΞΙΚΟ: Λέξεις που απέτυχαν να γίνουν urban

Το λεξιλόγιο του Τριστάνου και της Ιζόλας (αλλά πιο πολύ του Τριστάνου) είναι πλούσιο σε λέξεις και εκφράσεις που το ελληνόφωνο τμήμα της Αθήνας αγνοεί.

αγκορτσά: η αχλαδιά
αγριόγουρνο: αγριογούρουνο
αστοχάω: ξεχνάω
— Πήρις κουβαρούλα;
— Αστό'ησα.

αλ'πού: η αλεπού (στον πληθυντικό: οι αλ'πές)
μαϊμού - οι μαϊμές
αλογοφουρτούνα: μεγάλη αναστάτωση. Επίσης και ο άνθρωπος που φέρνει μεγάλη αναστάτωση με την εμφάνισή του.
ανεμοτούρλιαγμα: λέξη που περιγράφει γρήγορες και μη μεθοδευμένες κινήσεις αιφνίδιου πανικού

γατεύομαι: ερωτοτροπώ σαν γεναριάτικος γάτος
(άιξες τς γάτις απ' γατεύονταν όξου ούλο του βράδ' και δε μ' άφ'σαν να κοιμ'θού ντιπ;)
γατσόπ'λο: γατάκι
γκαλντιμπάω: καταπίνω βιαστικά ολόκληρα κομμάτια χωρίς να μασήσω, όπως ο γλάρος
γκανιάζω: διψάω πολύ
γκζάνας: καζανοκέφαλος, αγύριστο κεφάλι
γκιζεράω: τριγυρνάω από δω κι από κει
γκλαφνάω: φωνάζω


ζέστα: η ζέστη
Στο Κούρνοβο, στη Χρυσοβίτσα και αλλού δεν κάνει ζέστη. Κάνει ζέστα.

καταΐτσα: καταγής
καφούλ'ς: ο καφές, το καφεδάκι
κλοπακάω: αναδεύω χτυπώντας πάνω κάτω
κοκοτόφτερο: φτερό από κότα
κολοκυθομαμαλίγκα: κολοκυθόπιτα
κουντράω: κουτουλάω έχοντας πάρει φόρα (Τα κριάρια κουντριούνται)
κουραντζάς: κόρακας
κουσεύω: τρέχω

λαϊάζω: μαζεύομαι
λαλάς: χαζός
Πού πας μαναχός σ' σαν τον λαλά;
λαμπάδα: καύσωνας
Ποπο, ζέστα! Λαμπάδα σήμερα!
λαχ-λαχ: περιγράφει κάτι που γίνεται με γρήγορο ρυθμό (αντίθετο: μουκ-μουκ)
λιούλα: ελίτσα

μαϊμές: μαϊμούδες
μιτζάμα: πιτζάμα
μουκ-μουκ: περιγράφει κάτι που γίνεται με αργό ρυθμό
μούσκαρος: περιγράφει τον δυσκίνητο και αργόστροφο άνθρωπο
μπαζακανιές: δοσοληψίες
μυαλοκομμένος: χαζός

ντανταούνα: εντυπωσιακή γυναίκα, νταρντάνα, φρεγάδα

ξυλοχέρης ή ξ'λόχερους: αδέξιος στα χέρια


παρασόλησα: τρελάθηκα
παπαρδέλες: ποπκόρν
πράιτα: πρόβατα

σαρμάκο!: σκασμός! ησυχία!
στουμπαριάζομαι: φουσκώνω, τουμπανιάζω
(Γιατί στουμπαριάστηκες έτσι; Τι γκαλντίμπησες;)
συννεφόκαμα: κουφόβραση με αχλάδα (με αχλύ), θαμπάδα χωρίς ορατότητα με ζέστη

ταμτέλα: δαντέλα
τουλουμοτρίς: οτομοτρίς
τούντζας: βλάκας με λοφίο
τσουκανάω: χτυπάω
τσουρναράω: χύνω υγρό με διακοπτόμενο ήχο
(Η βροχή πέφτει τσουρ τσουρ. Τσουρναράει)

υπνοφαγάς: τεμπέλης, απ' τον ύπνο στο φαΐ

φούιστα: φούστα

χαζιά (με το ζήτα κομψά παχύ): χαζή
χαζοπαζαρεύομαι: χαζολογάω
χαλεύω: γυρεύω, αναζητώ
χασμούσια: μη θρεπτικές ανθυγιεινές τροφές


  Εκφράσεις  
δε φλάου: δεν ξέρω, δεν φυλάω δηλαδή δεν παραφύλαξα για να μάθω

βρομάει τα εφτά λέσια: είναι αηδιαστικά βρόμικος

είμαι πλύμα στα ίδρωτα: έχω ιδρώσει πολύ
έχω μια λακμανιά κούτσ'κα: είμαι πολύτεκνος

καλά να τα πορέψεις: να πάνε όλα καλά
Τα πόρεψες καλά; : πώς τα πήγες;

μας πήρε την αναμέλα: μας πήρε τ' αυτιά
μη περιμένεις να σε χτυπήσει κρύος αέρας στον σβέρκο: μην περιμένεις να συμβεί κάτι κακό για να καταλάβεις
μούστωσα στον ύπνο: κοιμήθηκα πολύ και βαθιά
μπούφος καλοκαιρινός: χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε αφελή

Να μου τρυπήσεις τη μύτη μ' ένα κοκοτόφτερο

πα-α-φάου: πάω να φάω

Πού τρως ψωμί;: πού βρίσκεσαι;

στα ξερά γεμάτα: στα καλά καθούμενα, αίφνις, out of the blue

Τι γ'μάρια έχασες εκεί;: τι δουλειά έχεις εκεί; Τι πας να κάνεις εκεί;
π.χ. — Πάω μια βόλτα στην Ερμού.
— Τι γ'μάρια έχασες εκέι;

Τι σκέφτεσαι; Πού τα 'χεις χωμένα; : αντίστοιχο με το «Τι σκέφτεσαι; Πόσα είναι τα μισά της χιλιάδας;»

Τρύπια είν' τα χέρια σου; : λέγεται σε κάποιον όταν πέφτει απ' τα χέρια του αυτό που κρατάει